βοηθούμενα

βοηθούμενα
βοηθέω
pres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βοηθουμένας — βοηθουμένᾱς , βοηθέω pres part mp fem acc pl (attic epic doric) βοηθουμένᾱς , βοηθέω pres part mp fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιγκαπούρη — Νησί της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της Μαλαισίας και της Ινδονησίας.Tο όνομα της Σιγκαπούρης, του νησιού που βρίσκεται στη νότιο άκρο της μαλαϊκής χερσονήσου, είναι συνδεδεμένο με την αγγλική αποικιοκρατία στην Aσία. Kατοικημένη κυρίως από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”